αποτος

αποτος
    ἄποτος
    ἄ-ποτος
    2
    1) негодный для питья
    

(ὕδωρ Plat., Plut.)

    2) содержащий негодную для питья воду
    

(λίμνη Plut.)

    3) ничего не пивший
    

(ἄσιτος καὴ ἄ. Soph.)

    4) не пьющий воды, не нуждающийся в питье
    

(ὄνοι Her.; τὸ τεττιγων γένος Plat.; γαμψώνυχες Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποτος" в других словарях:

  • ἄποτος — not drinkable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άποτος — η, ο (AM ἄποτος, ον) αυτός που δεν ήπιε, ο διψασμένος αρχ. 1. ακατάλληλος για πόση 2. αυτός που δεν πίνει ποτέ ή δεν έχει πιει 3. αυτός που δεν μπορεί να πιει …   Dictionary of Greek

  • ἄποτον — ἄποτος not drinkable masc/fem acc sg ἄποτος not drinkable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότοισι — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότου — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότους — ἄποτος not drinkable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότων — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότῳ — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποτα — ἄποτος not drinkable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποτοι — ἄποτος not drinkable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποτ' — ἄποτα , ἄποτος not drinkable neut nom/voc/acc pl ἄποτε , ἄποτος not drinkable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»