ἄποτος — not drinkable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άποτος — η, ο (AM ἄποτος, ον) αυτός που δεν ήπιε, ο διψασμένος αρχ. 1. ακατάλληλος για πόση 2. αυτός που δεν πίνει ποτέ ή δεν έχει πιει 3. αυτός που δεν μπορεί να πιει … Dictionary of Greek
ἄποτον — ἄποτος not drinkable masc/fem acc sg ἄποτος not drinkable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότοισι — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότου — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότους — ἄποτος not drinkable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότων — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότῳ — ἄποτος not drinkable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄποτα — ἄποτος not drinkable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄποτοι — ἄποτος not drinkable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄποτ' — ἄποτα , ἄποτος not drinkable neut nom/voc/acc pl ἄποτε , ἄποτος not drinkable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)